- πρωτότοκος
- -η, -ογια τέκνα, αυτός που γεννήθηκε πρώτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτοτόκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτότοκος — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτότοκος — η, ο / πρωτότοκος, η, ον, ΝΜΑ 1. (για τέκνα) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που γεννήθηκε δεύτερος, τρίτος κ.λπ. 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτότοκος το πρώτο παιδί αρχ. προσωνυμία τού Ομήρου, σε αντιδιαστολή προς τον Νίκανδρο … Dictionary of Greek
πρωτοτόκος — ο / πρωτοτόκος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, ον, Α (για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος. επίρρ... πρωτοτόκως Μ με τον πρώτο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η… … Dictionary of Greek
πρωτοτόκοις — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat pl πρωτοτόκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκον — πρωτοτόκος masc/fem acc sg πρωτοτόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκου — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen sg πρωτοτόκος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκους — πρωτότοκος bearing masc/fem acc pl πρωτοτόκος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκων — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen pl πρωτοτόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκῳ — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat sg πρωτοτόκος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)